- κηώεις
- κηώεις, εσσα, εν, duftig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κηώεις — κηώεις, εσσα, εν (Α) 1. κηώδης*, ευώδης 2. (το ουδ.) κηῶεν (κατά τον Ησύχ.) «μέλαν, καθαρόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παρ. τού αμάρτυρου ουδ. *κῆFος (βλ. λ. κηώδης) + κατάλ. όεις (πρβλ. κυματ όεις, λοφ όεις). Το ω από μετρική έκταση] … Dictionary of Greek
κηώεις — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηῶεν — κηώεις masc voc sg κηώεις neut nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηώεντα — κηώεις neut nom/voc/acc pl κηώεις masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηώεντι — κηώεις masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηώεντος — κηώεις masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηώεσσα — κηώεις fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηώεσσαν — κηώεις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)